στόρνυμι

στόρνυμι
στόρνῡμι, E.Heracl.702 (anap.); imper.
A

στόρνυ Ar.Pax844

; part. στορνύντες, στορνύντα, Hdt.7.54, S.Tr.902; compd. καστορνῦσα ( = καταστ-) Od.17.32; also [full] στορνύω (v.l. στρωννύω), A.D.Synt. 295.4; [full] στρώννῡμι, A.Ag.909, Com.Adesp.1211 (written with one ν in SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), but with two, ib.9); also [full] στρωννύω, Aristid.1.216J., ([etym.] ὑπο-) Ath.2.48d: [tense] impf.

ἐστρώννυον Ev.Matt.21.8

: later [full] στορεννύω, [full] στορέννυμι, Eust.748.31,32; [tense] pres. part. στορεννύς (v.l. στρωννύς) Sch.Ar.Ach.877: [tense] fut. στορῶ ([etym.] παρα-) Ar.Eq.481, ([etym.] ὑπο-) Eub.90.1; also

στρώσω LXXIs.14.11

, ([etym.] ὑπο-) E.Hel.59, Amphis 46; and στρωννύσω ([etym.] ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr. 24; [dialect] Dor. inf.

στορεσεῖν Theoc.6.33

: [tense] aor. ἐστόρεσα, [dialect] Ep. and Lyr. στόρεσα, Il.9.621,660, al., B.12.129, A.Pr.192 (anap.), Hdt.8.99; also

ἔστρωσα Id.6.139

, A.Ag.921: [tense] pf.

ἔστρωκα LXXPr.7.16

: [tense] plpf.

ἐστρώκειν Hld.4.16

, ([etym.] ὑπ-) Babr.34.2:—[voice] Med., στόρνῠμαι ([etym.] ὑπο-) X. Cyr.8.8.16: [tense] impf.

ἐστόρνυντο Theoc.22.33

, Call.Aet.3.1.16: [tense] fut.

στρώσομαι LXXEz.27.30

: [tense] aor. ἐστορεσάμην, [dialect] Ep. στ-, Theoc.13.33, A.R.1.375, ([etym.] ὑπ-) Ar.Ec.1030; also

ἐστρωσάμην Theoc.21.7

:—[voice] Pass., στρώννῠμαι (v.l. στορέννυμαι) Sch. Theoc.7.57d; ὑποστορένυσθαι is f.l. in Thphr.Char.22.5: [tense] aor.

ἐστορέσθην Plu.2.787e

, D.C.67.14, ([etym.] κατ-) Hp.VM19;

ἐστορήθην Hsch.

; ἐστρώθην ([etym.] κατ-) D.S.14.114: [tense] pf. ἐστόρεσμαι ([etym.] ὑπ-) Philostr.VA6.10;

ἔστρωμαι h.Ven.158

, E.Med.380, Th.2.34, etc.: [tense] plpf.

ἐστόρεστο D.C.74.13

, Him.Ecl.13.2; also

ἔστρωτο Il.10.155

, Hdt.7.193:—spread the clothes over a bed, λέχος στορέσαι spread or make up a bed, Il.9.621,660; so δέμνια, ῥῆγος σ., Od.4.301, 13.73;

δέμνια S.Tr.902

;

κλίνην στρώσαντες Hdt.6.139

;

σ. τισὶ λέχος Ar. Pax844

;

λέκτρα σοι ἀντὶ γάμων ἐπιτύμβια AP7.604

(Paul. Sil.) (also in [voice] Med.,

ἐστόρνυντο τὰ κλισμία Call.

l.c.): abs., make a bed,

χαμάδις στορέσας Od.19.599

;

στρῶσον ἡμῖν ἔνδον Macho

ap. Ath.13.581b, cf. Act.Ap.9.34.
b generally, spread, strew, ἀνθρακιὴν ς. Il.9.213;

φιτροὺς σ. καθύπερθεν ἐλαίης A.R.1.405

; [

στιβάδας] εἰς ὁδόν Ev.Marc. 11.8

: also in [voice] Med., freq. in Theoc., as 13.33, al.
2 spread smooth, level, πόντον ς. Od.3.158, cf. h.Hom.33.15, Theoc.7.57, etc.;

τὸ κῦμα ἔστρωτο Hdt.7.193

;

στόρεσεν πόντον οὐρία B.12.129

;

αἰθὴρ νήνεμος ἐστόρεσεν δίνας A.R.1.1155

; χρηστὴν ἡμῖν ἡ θάλαττα τὴν γαλήνην ἐστ. Alciphr.1.1; metaph., calm, soothe,

ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν A. Pr.192

(anap.); [

φθόνου] στορεσθέντος Plu.2.787e

.
b level, lay low,

πλάτανον δαπέδοις AP9.247

(Phil.): metaph.,

Μήδων δύναμιν Simon.90

;

λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν E.Heracl.702

(anap.);

ἵνα Πελοποννησίων στορέσωμεν τὸ φρόνημα Th.6.18

.
3 ὁδὸν ς. pave a road, IGRom.4.1431.5, al. ([place name] Smyrna), dub. in IG12(5).229.7 ([place name] Paros):—[voice] Pass.,

ἐστρωμένη ὁδός Hdt.2.138

; ἔδαφος λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρ. Luc.Am.12, cf. D.C.67.14
.
II strew or spread with a thing,

μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν Hdt.7.54

, cf. 8.99;

πέδον πετάσμασιν A.Ag.909

, cf. 921; saddle a horse, provide a mount, τινι POxy.138.22 (vii A.D.):—[voice] Pass., Pl.R.372b; of a room, to be furnished with στρώματα, Ev.Marc.14.15; πλοῖον . . ἐστρωμένον καὶ σεσανιδωμένον dub. sens. in PLond.3.1164 (h) 7 (iii A.D.). (Cf. Skt. stṛṇómi, stṛṇā´mi 'strew', Lat. sterno, Engl. strew.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στόρνυμι — Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στόρνυμι — στόρνῡμι , στόρεννυμι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • сторы(шторы) — подъемные на валике занавески Ср. Дневной свет боясь нарушить общий покой, едва пробивался сквозь опущенные сторы... А.П. Чехов. В сумерках. Пустой случай. Ср. Он... умилился по поводу того факта, что на земле мы не увидим ничего открытого:… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • шторы — сторы (шторы) подъемные на валике занавески Ср. Дневной свет боясь нарушить общий покой, едва пробивался сквозь опущенные сторы... А.П. Чехов. В сумерках. Пустой случай. Ср. Он... умилился по поводу того факта, что на земле мы не увидим ничего… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Сторы — Сторы; шторы подъемныя на валикѣ занавѣски. Ср. Дневной свѣтъ боясь нарушить общій покой, едва пробивался сквозь опущенныя сторы... А. П. Чеховъ. Въ сумеркахъ. Пустой случай. Ср. Онъ... умилился по поводу того факта, что на землѣ мы не увидимъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… …   Dictionary of Greek

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”